- υπεργάζομαι
- ΜΑενεργώ κρυφά, υπονομεύωαρχ.1. ανασκάπτω, οργώνω («τῷ σπόρῳ νεὸν ὑπεργάζεσθαι», Ξεν.)2. κάνω κρυφά κάτι3. παράγω βαθμιαία4. εξυπηρετώ, προσφέρω εκδούλευση («ἐπεὶ νῷν πόλλ' ὑπείργασται φίλα», Ευρ.)5. καταβάλλω, υποτάσσω («ὑπείργασμαι ψυχὴν ἔρωτι», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐργάζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.